μαϊμουδισμός

μαϊμουδισμός
ο обезьянничанье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μαϊμουδισμός" в других словарях:

  • μαϊμουδισμός — ο [μαϊμουδίζω] 1. το να φέρεται κάποιος σαν τη μαϊμού 2. ανόητη και γελοία μίμηση …   Dictionary of Greek

  • μαϊμουδισμός — ο το μαϊμούδισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαϊμούδισμα — το [μαϊμουδίζω] μαϊμουδισμός …   Dictionary of Greek

  • πιθηκισμός — ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω] η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) μσν. (για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκισμός — ο η τάση να μιμούμαι τους άλλους, μαϊμουδισμός ή μαϊμούδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»